Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Ενδοξες μνήμες στα Οχυρά Μεταξά

Εβδομήντα τρία χρόνια πριν, η ανάφλεξη του ελληνοϊταλικού πολέμου νότια της Αλβανίας σήμανε συναγερμό ετοιμότητας και στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Μολονότι το μεγαλύτερο ποσοστό του Ελληνικού Στρατού ήταν απασχολημένο στη Βόρεια Ηπειρο, στρατιώτες, τραυματίες από τις φλόγες του πολέμου που είχαν αναρρώσει και επίστρατοι μεγάλης ηλικίας επάνδρωναν διαρκώς τις μονάδες στην «οχυρωματική γραμμή» Μεταξά.

Στα Οχυρά του Ρούπελ, τα νέα από το ανοιχτό αλβανικό μέτωπο έφταναν γρήγορα. Οι στρατιώτες, οχυρωμένοι στις στοές, όσο οι υπέργειες και οι υπόγειες επικοινωνίες λειτουργούσαν, μάθαιναν τις εξελίξεις της πεντάμηνης χειμερινής εκστρατείας που είχε καταπονήσει τους Ελληνες μαχητές. Ακουγαν για τις απειλητικές κινήσεις των γερμανικών δυνάμεων προς την ελληνική ενδοχώρα και δεν τους χωρούσε ο τόπος. Είχαν κουραστεί να περιμένουν. Ηθελαν διακαώς να επιστρέψουν στο αλβανικό μέτωπο. Ηταν αποφασισμένοι για όλα, «να χύσουμε και την τελευταία σταγόνα του αίματός μας διά την τιμήν και την ελευθερία της πατρίδας μας», όπως έγραφε από τα οχυρά της «γραμμής Μεταξά» ο λοχίας Παύλος Μαράκης στην τελευταία του επιστολή προς τη χήρα μητέρα του, τον Μάρτη του ’41.
Ηταν δεκατέσσερις μέρες προτού ηχήσουν οι σειρήνες της γερμανικής επίθεσης και οι εκκωφαντικοί θόρυβοι από πυροβόλα, πολυβόλα, τουφέκια, άρματα μάχης σκορπίσουν την καταστροφή και τον θάνατο ολόγυρα στις πλαγιές του Μπέλες και του Αγκιστρου (Τσιγκέλι).
Η «οδός εισβολής»
Η στενωπός του Ρούπελ στη σημερινή Ελλάδα, 72 χρόνια μετά, έχει εγκλωβίσει -στη μνήμη, θαρρείς, των νεκρών- όλη την ομορφιά της μεθοριακής γραμμής. Καθώς το αυτοκίνητο κυλάει γρήγορα σε μια άνετη εθνική οδό (Σερρών-Προμαχώνα), αφήνοντας πίσω γυμνούς αγρούς μιας καρποφόρας σοδειάς και μακεδονικά χωριά της σερραϊκής γης, το πέρασμα από το στενό κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα πιέζεται από τον όγκο της ιστορίας του. Διασχίζεις την κοιλάδα, την «οδό εισβολής», πάνω της διατρέχεις ιστορία αιώνων, όπου «άλλοτε οι Μακεδόνες σταμάτησαν τους Σκύθες, οι Ακρίτες νίκησαν τους Ούννους και τους Βουλγάρους, Ρουπέλιον κατά τη βυζαντινή εποχή, το πιο πιθανό από εκεί δανείστηκε το όνομά του το οχυρό». Σύνορα ελεύθερα πια, άνθρωποι και προϊόντα, σ’ ένα καθημερινό αλισβερίσι ειρηνικό, και πινακίδες μαρτυρούν τον μεθοριακό σταθμό μπροστά μας στο 1,5 χιλιόμετρο.
Τα «Δόντια του Δράκου»
Στη διασταύρωση της εθνικής οδού προς το Ρούπελ, πέντε χιλιόμετρα μετά το Σιδηρόκαστρο, διαβάζοντας τη μαρμάρινη στήλη της οχυρωματικής άμυνας, δίπλα στο άγαλμα του Μεταξά, πιάνεις τον εαυτό σου να αναζητεί βαθιά, σε ανάμεικτους πολιτισμούς, τις ρίζες των ονομάτων: Ποποτλίβιτσα, Ιστίμπεη, Κελκαγιά, Αρπαλούκι, Παληουριώνες, Ρούπελ, Καρατάς, Κάλη, Περσέκ, Μπαμπαζώρα, Μαλιάγκα, Περιθώρι, Παρταλούσκα, Ντάσαβλη, Λίσσε, Πυραμιδοειδές, Καστίλλο, Αγιος Νικόλαος, Μπαρτίσεβα, Εχίνος, Νυμφαία. Είκοσι μία οχυρωματικές θέσεις 155 χλμ. από την Ανατολική Μακεδονία ώς τον Εβρο.
Η μπάρα στο φυλάκιο για τον τυπικό έλεγχο από τον νεαρό φαντάρο ανακόπτει την πορεία στον ανηφορικό ασφαλτοστρωμένο δρόμο προς το Οχυρό Ρούπελ, φωλιασμένο σε υψόμετρο 322, σε μια δασώδη στρατιωτική έκταση. Πεύκα, οξιές, βελανιδιές, πουρνάρια, μια πανδαισία από χρώματα και αρώματα της φθινοπωρινής φύσης, αποθήκες και πέτρινα σπίτια των αρχών του 20ού αιώνα, ανακαινισμένα, νοικοκυρεμένα, στεγάζουν υπηρεσίες του Στρατού.
Με στρατιωτική τάξη και ακρίβεια, ένας πεντακάθαρος χώρος, φροντισμένος από την ολιγομελή στρατιωτική ομάδα που μας υποδέχθηκε με γλυκύβραστους, περιβάλλει το οχυρό. Μανιτάρια, βότανα κι αγριολούλουδα φυτρώνουν τώρα εκεί όπου ήταν φυτεμένα τα τσιμεντένια και τα σιδερένια αντιαρματικά εμπόδια, τα «Δόντια του Δράκου», στα ελάχιστα απομεινάρια που έχουν απομείνει.
Μόνο αν σταθείς στο χειμερινό παρατηρητήριο και στο λιτό λευκό μνημείο των πεσόντων στην κορυφή του οχυρού, θα καταλάβεις τη στρατηγική του σημασία, τη συνεισφορά του Ρούπελ στην αποφασιστική καμπή του πολέμου, γιατί και πώς επιβράδυνε την ισχυρότατη γερμανική στρατιωτική μηχανή, τις ελάχιστες απώλειες (8 νεκροί) σε σχέση με τα υπόλοιπα οχυρά και τις μάχες που δόθηκαν έξω από αυτά (π.χ. των Λουτρών), ανατρέποντας τα στατιστικά δεδομένα που πάντα οι νεκροί του επιτιθέμενου είναι τριπλάσιοι του αμυνόμενου.
Ανεξερεύνητες στοές
Πυκνή η βλάστηση, χάνεται το μάτι σε αλλεπάλληλες βουνοκορφές, στα αναχώματα του Μπέλες και της Κερκίνης, στα χιονισμένα όρη του Πιρίν (Αίμου) στη Βουλγαρία, δυσπρόσιτος τόπος, μόνο οι εξασκημένοι στρατιώτες του ’40 γνώριζαν τα περάσματά του. «Κρανίου τόπος ήταν τότε η περιοχή, πώς αλλιώς θα μπορούσαν να ελέγχουν μια εχθρική εισβολή», εξηγούσε ο Βασίλης Νικόλτσιος, διευθυντής του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης, συγγραφέας βιβλίων για το Ρούπελ, ο οποίος μας ξενάγησε στα οχυρά, ένα «διαχρονικό σημείο προσκυνήματος της ελληνικής λεβεντιάς», όπως λέει, «σύγχρονες Θερμοπύλες κατά τον Τερζάκη, εμβληματικό για μια αντίσταση που τιμήθηκε από όλο τον κόσμο πολεμώντας εκείνη την εποχή τον φασισμό».
Ανεξερεύνητα παραμένουν στο σύνολό τους τα οχυρά. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι της νεότερης ελληνικής ιστορίας έχουν ακόμη μεγάλο έργο να επιτελέσουν, διότι οι στοές, διευκρινίζει ο κ. Νικόλτσιος, δεν έχουν ερευνηθεί στο σύνολό τους. Τα σχέδια των ναρκοπεδίων, εξηγεί, έχουν καταστραφεί από την περίοδο εκείνη και οποιαδήποτε κίνηση μέσα ή γύρω από τις στοές πρέπει να γίνει με εξειδικευμένο προσωπικό και χειρουργική ακρίβεια. Τεκμήρια Ιστορίας είναι βέβαιο ότι θα εντοπιστούν για να εμπλουτίσουν τη γνώση και τα μουσεία μας.
Διακοπή ρεύματος!
Τρυπώσαμε στο οχυρό σαν τυφλοπόντικες από την καμουφλαρισμένη με τα στρατιωτικά χρώματα είσοδο. Χαθήκαμε στους δαιδαλώδεις τσιμεντένιους διαδρόμους, αισθανθήκαμε στο πετσί μας την υγρασία, τη μυρωδιά της υπόγειας διαδρομής, την τομή ενός άρτια οργανωμένου στρατοπέδου από δυνατό σκυρόδεμα πάχους μισού έως ενός μέτρου, στα σπλάγχνα του λόφου. Φανταστήκαμε όλες τις στοές μήκους 6.100 μέτρων σε πλήρη λειτουργία, τους στρατιώτες επί ποδός από τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου στους θαλάμους των οπλιτών, στο ανοιχτό σκάμμα που απορροφούσε υδρατμούς και καπνούς των μαγειρείων, στα ιατρεία, τη γη να σείεται στα σωθικά της από βομβαρδισμούς κι ανατινάξεις, τις επιχειρήσεις προσέγγισης από άρματα μάχης και πεζικού, τα ειδικά γερμανικά σώματα των ορεινών κυνηγών, τη στρατιωτική τους δύναμη να καταρρέει, την κόλαση γύρω τους.
Βιώσαμε το απόλυτο σκοτάδι σε μια ξαφνική, απρόβλεπτη διακοπή ρεύματος κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, 27 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Εμπειρία μοναδική. Ο πανικός δεν πρόλαβε να μας καταβάλει, αφού σε δευτερόλεπτα ο διοικητής του τάγματος που έχει την ευθύνη του οχυρού σήμερα, ο διοικητής του λόχου και οι συνοδοί-ξεναγοί έθεσαν σε λειτουργία την εφεδρική γεννήτρια. Μας είχαν προειδοποιήσει εξάλλου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η ανάγλυφη κόκκινη ταινία στον τοίχο δεξιά για την είσοδο και αριστερά για την επιστροφή θα μας οδηγούσε στην έξοδο, έστω στα τυφλά.
Στολές Ελλήνων και Γερμανών
Το βορινό αεράκι χτύπησε τα ρουθούνια μας στην έξοδο, το σημείο όπου στις 9 Απριλίου Γερμανός αξιωματικός έδωσε εντολή να παρουσιάσουν τα όπλα – ένδειξη στρατιωτικής τιμής στους γενναίους Ελληνες και τους αξιωματικούς που αποχωρούσαν με τα ξίφη τους.
Ανηφορίσαμε το δρομάκι για την τελευταία μας στάση, στο Στρατιωτικό Μουσείο Οχυρού Ρούπελ που λειτουργεί από το 2005. Μια μακέτα με την τομή του οχυρού (κλίμακας 1:35), που κατασκευάστηκε με την επιμέλεια του Βασίλη Νικόλτσιου και τη συνεργασία οπλιτών που υπηρετούσαν τη θητεία τους, δεσπόζει στον προθάλαμο. Στρατιωτικός εξοπλισμός, πιστοποιητικά για τους εργαζομένους στα οχυρά πριν από την εισβολή των Γερμανών συνθέτουν τη μικρή αλλά γεμάτη έκθεση. Στις προθήκες, οπλισμός, στρατιωτικές στολές Ελλήνων και Γερμανών στρατιωτών, μετάλλια, όπλα αυτόματα και πυροβόλα, περίστροφα, πιστόλα, ξιφίδια, ξιφολόγχες, τουφέκια Μάλινχερ, ό,τι είχε απομείνει από τις ανατινάξεις, την άγρια λεηλασία και την καταστροφή των Βουλγάρων αμέσως μετά την παράδοση του οχυρού. Στο βιβλίο εντυπώσεων, περισσεύουν οι λέξεις θαυμασμού των ξένων, περηφάνιας και πατριωτισμού Ελλήνων κάθε ηλικίας από κάθε γωνιά της χώρας και της Ευρώπης, που αναζητούν τους τάφους των παππούδων τους. «Περισσότεροι από 50.000 επισκέπτες ανεβαίνουν στο Ρούπελ κάθε χρόνο την τελευταία 20ετία μετά τη διαμόρφωση του χώρου σε μουσειακό τόπο. Τούτο τον Οκτώβριο θα ξεπεράσουμε τις 3.000. Είναι το πιο δημοφιλές από τα επισκέψιμα οχυρά, του Ιστίμπεη στο Πετρίτσι, το οχυρό του Λισσέ στη Δράμα και το οχυρό της Νυμφαίας στην Κομοτηνή», μας ενημερώνει ο κ. Νικόλτσιος.
Ενδοξες μνήμες στα Οχυρά Μεταξά

Της Γιωτας Μυρτσιωτη
Έντυπη